- ἀγλαφύρως
- ἀγλαφύρωςwithout polishindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγλαφύρως — ἀγλαφύρως επιρρ. (Α) άχαρα, ακαλαίσθητα, άκομψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλαφυρῶς] … Dictionary of Greek